- καδρόνι
- τοξύλινο τετράπλευρο δοκάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quadrone].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καδρόνι — το (λ. ιταλ.), ξύλινη δοκός τετράπλευρη: Βάλαμε μερικά καδρόνια να στηρίξουμε το μπαλκόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καδρονιάζω — [καδρόνι] 1. στρώνω επιφάνεια με καδρόνια 2. τετραγωνίζω ακατέργαστα δοκάρια, διαμορφώνω σε καδρόνια … Dictionary of Greek
στυμών — όνος, ὁ, Α πιθ. δοκός, καδρόνι τής οροφής … Dictionary of Greek